- εισβολή
- η1) вторжение; нашествие; набег; 2) приступ (лихорадки и т. п.)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εἰσβολῇ — εἰσβολή inroad fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσβολή — inroad fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εισβολή — Νομικός όρος που χρησιμοποιείται και ως όρος του ευρύτερου χώρου των κοινωνικών επιστημών. Στο ποινικό δίκαιο η λέξη ε. έχει πολλές ειδικές έννοιες. Γενικότερα σημαίνει την είσοδο σε χώρους, ιδιαίτερα όταν είναι προφυλαγμένοι με οποιονδήποτε… … Dictionary of Greek
εισβολή — η 1. εχθρική είσοδος σε κάποια χώρα, επιδρομή. 2. μτφ., ξαφνική εμφάνιση, απότομη έναρξη: Εισβολή πυρετού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εἰσβολῆι — εἰσβολῇ , εἰσβολή inroad fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσβολαῖς — εἰσβολή inroad fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσβολαί — εἰσβολή inroad fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσβολῆς — εἰσβολή inroad fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσβολῇσι — εἰσβολή inroad fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσβολήν — εἰσβολή inroad fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσβολῶν — εἰσβολή inroad fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)